- ἐπισόγκου
- ἐπίσογκοςof equal bulkmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίσογκος — ἐπίσογκος, ον (Α) αυτός που έχει ίσο όγκο με κάποιον άλλο («κουφοτέρα γὰρ ἡ γῆ τοῡ ἐπισόγκου ὔδατός ἐστιν ὤστ’ ἐποχεῑσθαι», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ίσος + όγκος] … Dictionary of Greek